- προβάλλειν
- προβάλλωthrowpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
BALLIONES — Graecis Βαλλίωνες dictisunt, qui Latinis Aquarii, Axionicus Com. apud Athenaeum, Ο῾ Πυςθόδωρος οὗτος ἰτοβαλλίων, Pythodorus bic similis Ballioni: h. e. aeque impurus et scelestus, atque aliquis Ballio. Iidem Βαλλάδες quoque. Optimae Glossae,… … Hofmann J. Lexicon universale